κατασκοπεία

κατασκοπεία
η (Α κατασκοπία) νεοελλ.
1. η με μυστικούς πράκτορες συλλογή πληροφοριών για απόρρητα στοιχεία ενός άλλου κράτους
2. η ειδική υπηρεσία που εκτελεί το έργο αυτό
3. κοίταγμα στα κρυφά, μυστική παρακολούθηση
4. φρ. «βιομηχανική κατασκοπεία» — η μέσω πρακτόρων συγκέντρωση πληροφοριών που αφορούν απόρρητα στοιχεία μιας αντίπαλης εθνικής ή ξένης βιομηχανίας
αρχ.
ως επίθ. τής Αφροδίτης («ναός Ἀφροδίτης Κατασκοπίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. κατασκοπία θηλ. ενός άχρηστου επιθ. κατασκόπιος. Το νεοελλ. κατασκοπεία < κατασκοπεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπία — Δραστηριότητα μυστικού χαρακτήρα, η οποία αποσκοπεί στη συλλογή πληροφοριών που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την πολεμική ετοιμότητα κρατών, των οποίων οι σχέσεις είναι ή εκτιμάται ότι θα γίνουν εχθρικές. Η δραστηριότητα αυτή, για την οποία αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπευτικός — ή, ό 1. αυτός που κατασκοπεύει («κατασκοπευτικό αεροπλάνο») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκοπεία («κατασκοπευτικό έργο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασκοπεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Ν. Στούπη] …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπεύω — (AM κατασκοπεύω) [κατάσκοπος] παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός νεοελλ. διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω …   Dictionary of Greek

  • κατασκόπευση — η [κατασκοπεύω] κατασκοπεία* …   Dictionary of Greek

  • Άγγελος, Χριστόφορος — (Γαστούνη Ηλείας 1575 – Οξφόρδη 1638).Λόγιος και συγγραφέας. Έγινε μοναχός και το 1606 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατηγορήθηκε στον Τούρκο διοικητή για κατασκοπεία και φυλακίστηκε. Το 1608 δραπέτευσε από τη φυλακή και πήγε στην Αγγλία, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντμαν, Έμα — (Emma Goldman, Κάουνας, Λιθουανία 1869 – Σικάγο 1940). Αμερικανίδα συγγραφέας και ακτιβίστρια, λιθουανοεβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Κόβνο (σημερινό Κάουνας) της Λιθουανίας και σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αγία… …   Dictionary of Greek

  • Κάμινγκς, Έντουαρντ Έστλιν — (Edward Estlin Cummings, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1894 – Νιου Κόνγουεϊ, Νιου Χαμσάιρ 1962). Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε ως εθελοντής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”